Ασπρομαγουλόχηνα
Οι ασπρομαγουλόχηνες (Branta leucopsis) είναι μεσαίου μεγέθους πουλιά (μήκους 55-70 εκ., βάρους 1-2,25 κ.), οι οποίες εμφανίζονται σε τρεις ξεχωριστούς πληθυσμούς που αναπαράγονται στη βορειοανατολική Γροιλανδία, στο Σβάλμπαρντ, στη βορειοδυτική Ρωσία και την περιοχή της Βαλτικής, ενώ περνούν τον χειμώνα τους στη βορειοδυτική Ευρώπη. Οι περισσότερες αναπαράγονται σε αποικίες, σε μικρά νησιά. Και τα δύο φύλα μοιάζουν ίδια εξωτερικά: μαύρος λαιμός, στήθος, κάλυμμα κεφαλιού και ράμφος, λευκό πρόσωπο και κοιλιά, μαύρο και λευκό φτέρωμα στην πλάτη.
Η διατροφή τους αποτελείται από φύλλα, βλαστούς, ρίζες, βρύα και σπόρους.
Οι ασπρομαγουλόχηνες δημιουργούν πυκνοκατοικημένες αποικίες και μεταναστεύουν σε κοπάδια εκατοντάδες μαζί. Κατά την περίοδο αναπαραγωγής, κάθε θηλυκό γεννά 4 – 5 αυγά. Το θηλυκό φροντίζει τα αυγά για 25 ημέρες.
Σε μια προσπάθεια αποφυγής των αρπακτικών (όπως η αρκτική αλεπού), οι ασπρομαγουλόχηνες χτίζουν τις φωλιές τους σε ψηλούς βράχους.
Αλλά λίγες μέρες μετά την εκκόλαψη, οι νεοσσοί, αντιμετωπίζουν μια βίαιη επαφή με τον έξω κόσμο. Για να βρουν τροφή και να βρεθούν με τους γονείς τους, τα μικρά χηνάκια πρέπει να πέσουν απότομα από τις φωλιές τους, από εκατοντάδες μέτρα ύψος. Παρόλο που δεν μπορούν να πετάξουν, είναι γενικά σε θέση να επιβιώσουν, χάρη στα πούπουλά τους.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, το γεγονός ότι ποτέ δεν φαινόταν να αναπαράγονται, δημιούργησε ένα μύθο ότι στην πραγματικότητα παράγονταν αυθόρμητα από τα μαλάκια -στρείδια, τα οποία ξεβράζονται περιστασιακά στην ακτή, προσαρτημένα σε κομμάτια ξύλου. Το κέλυφος τους μοιάζει με το κεφάλι της χήνας και συνδέεται με το υπόστρωμα μ’ ένα μακρύ βλαστό που μοιάζει με το λαιμό ενός πουλιού. Συνεπώς, τα πουλιά θεωρούνταν “ψάρια” και μπορούσαν να καταναλωθούν τις Παρασκευές.