Τάρανδος
Ο τάρανδος (Rangifer tarandus) ανήκει στην οικογένεια των ελαφιών και ζει στις αρκτικές και αλπικές περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής, της Γροιλανδίας και της Ασίας. Στη Βόρεια Αμερική αναφέρονται και ως «καριμπού» (caribou), ενώ ορισμένες πηγές ισχυρίζονται ότι είναι διαφορετικά αλλά στενά συνδεδεμένα συγγενικά ζώα. Το όνομά του προέρχεται από την αρχαία νορδική γλώσσα (Old Norse) και τη λέξη: “hreinin”, που σημαίνει ” ζώο με κέρατα.” Η λέξη καριμπού βασίζεται στη γαλλική λέξη “σκαφέας χιονιού”, σε συνάρτηση με τη συνήθεια του ζώου να σκάβει μέσα στο χιόνι για την εύρεση τροφής. Ιστορικά, ο τάρανδος αποτελούσε μέρος της Μεγαπανίδας του Πλειστόκαινου. Υπάρχουν δύο υποκατηγορίες ταράνδων: οι τάρανδοι που ζούνε στην τούνδρα και αυτοί που ζούνε στα δάση (ή στους δασότοπους), οι οποίοι είναι πολύ λιγότεροι.
Οι τάρανδοι έχουν πολλά διακριτικά και μοναδικά χαρακτηριστικά, πολλά από τα οποία είναι προσαρμοσμένα στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στο Βορρά.
Τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά αναπτύσσουν κέρατα. Είναι τα μόνα θηλαστικά που μπορούν να δουν το υπεριώδες φως. Επίσης, τα μάτια των ταράνδων προσαρμόζονται: ο φωτεινός τάπητας (tapetum) – το μέρος του ματιού πίσω από την ίριδα – αλλάζει χρώμα από χρυσό το καλοκαίρι, σε μπλε το χειμώνα. Το γάλα ταράνδου λέγεται ότι είναι ένα από τα πιο πλούσια και πιο θρεπτικά γάλατα που παράγεται από οποιοδήποτε χερσαίο θηλαστικό. Έχει ένα εντυπωσιακό ποσοστό 22% λιπαρών ουσιών γάλακτος. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι τρίχες του κεφαλιού του ταράνδου μεγαλώνουν πολύ, μέχρι τα χείλη, γεγονός που το βοηθά στην προστασία του ρύγχους του όταν σκάβει μέσα στο χιόνι. Οι μύτες τους είναι ειδικά σχεδιασμένες έτσι ώστε να ζεσταίνουν τον αέρα πριν φτάσουν στους πνεύμονές τους. Σε εξαιρετικά κρύες συνθήκες, οι τάρανδοι είναι σε θέση να μειώσουν τη θερμοκρασία στα πόδια τους-ακριβώς πάνω από το σημείο πήξης- κάτι που τους βοηθά στο να αποφύγουν να χάσουν τη θερμότητα ολόκληρου του σώματός τους.
Οι οπλές τους είναι ιδιαίτερα ξεχωριστές. Το καλοκαίρι, όταν το έδαφος είναι βρεγμένο, οι πατούσες των ποδιών τους μαλακώνουν, προσφέροντάς τους επιπλέον πρόσφυση στο έδαφος ενώ το χειμώνα, τα πέλματα συρρικνώνονται, αποκαλύπτοντας τις άκρες των οπλών τους, οι οποίες χρησιμοποιούνται για να του παρέχουν πρόσφυση στο ολισθηρό χιόνι και τον πάγο.
Ορισμένες υποκατηγορίες ταράνδων έχουν γόνατα τα οποία κάνουν ένα κτύπο όταν περπατούν, ώστε τα ζώα να μπορούν να παραμείνουν μαζί σε περίπτωση χιονοθύελλας. Κάποια καριμπού από τη Βόρεια Αμερική μεταναστεύουν πάνω από 5.000 χλμ μέσα σε ένα χρόνο – περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο χερσαίο θηλαστικό.
Ο τάρανδος ήταν ένα από τα πρώτα ζώα που εξημερώθηκαν (περίπου 2.000 χρόνια πριν) και μέχρι σήμερα αποτελούν ένα ουσιαστικό μέρος της φύσης των Σαάμι και ένα από τα χαρακτηριστικά σύμβολα του βορρά. Αλλάζουν τα βοσκοτόπια τους σύμφωνα με τις εποχές, την άνοιξη και το καλοκαίρι μένουν ως επί το πλείστον σε βαλτώδεις περιοχές και το φθινόπωρο προτιμούν δάση με έλατα. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού τρώνε άχυρα, γρασίδι και φύλλα θάμνων, ενώ το χειμώνα οι λειχήνες και τα βρύα από την καθαρή φύση του πευκοδάσους είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση τους. Είναι απαραίτητοι για τους βόρειους ιθαγενείς: η γλώσσα των Σαάμι έχει 400 λέξεις που αναφέρονται στον τάρανδο και τα προϊόντα που προέρχονται από τα διάφορα μέρη του ζώου. Οι τάρανδοι θεωρούνται ως εκτεθειμένο ή ευάλωτο ή εύτρωτο είδος (vulnerable) σύμφωνα με την κόκκινη λίστα απειλούμενων ειδών της IUCN (Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πληθυσμός του είδους έχει σημειώσει μείωση 40% κατά τη διάρκεια 25 ετών. Η κλιματική αλλαγή τους επηρεάζει με πολλούς τρόπους. Τα κουνούπια, οι αλογόμυγες και οι μύγες της οικογένειας των οιστρίδων (πχ.γαστερόφιλος), όλο και πιο πολυάριθμες στο βορρά, μπορεί να είναι εξαιρετικά ενοχλητικές για τους ταράνδους. Επίσης, η θέρμανση του κλίματος θα μεταβάλλει την πρόσβαση των ταράνδων σε τροφή, καθώς και τις διαδρομές της μετανάστευσής τους.